τομαιος

τομαιος
    τομαῖος
    3 и 2
    1) отрезанный, остриженный
    

(βόστρυχος Aesch.; χαίτη Eur.)

    2) нарезанный, накрошенный, т.е. приготовленный
    

(ἄκος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τομαιος" в других словарях:

  • τομαῖος — cut masc nom sg τομαῖος cut masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομαίος — ον, θηλ. και αία Α (ποιητ. τ.) 1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ οὔτις τομαῑος», Ευρ.) 2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος 3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή 4. φρ. «ἄκος τομαῑον» ιαματικό φυτό… …   Dictionary of Greek

  • τομαῖον — τομαῖος cut masc acc sg τομαῖος cut neut nom/voc/acc sg τομαῖος cut masc/fem acc sg τομαῖος cut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομαῖα — τομαῖος cut neut nom/voc/acc pl τομαῖος cut neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομαίη — τομάω need cutting pres opt act 3rd sg τομαί̱η , τομαῖος cut fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»