- τομαιος
- τομαῖος3 и 21) отрезанный, остриженный
(βόστρυχος Aesch.; χαίτη Eur.)
2) нарезанный, накрошенный, т.е. приготовленный(ἄκος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βόστρυχος Aesch.; χαίτη Eur.)
(ἄκος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τομαῖος — cut masc nom sg τομαῖος cut masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομαίος — ον, θηλ. και αία Α (ποιητ. τ.) 1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ οὔτις τομαῑος», Ευρ.) 2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος 3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή 4. φρ. «ἄκος τομαῑον» ιαματικό φυτό… … Dictionary of Greek
τομαῖον — τομαῖος cut masc acc sg τομαῖος cut neut nom/voc/acc sg τομαῖος cut masc/fem acc sg τομαῖος cut neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομαῖα — τομαῖος cut neut nom/voc/acc pl τομαῖος cut neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομαίη — τομάω need cutting pres opt act 3rd sg τομαί̱η , τομαῖος cut fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)